σιμωνιανοί

σιμωνιανοί
οι, ΝΜ
οι οπαδοί τού Σίμωνος τού Μάγου
2. (στον εν.) ο σιμωνιανός
αυτός που έχει διαπράξει το αμάρτημα τής σιμωνίας, σιμωνιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίμων (ΙΙ) + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Νερων-ιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”